Ορθή ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τις μαζικές προσφυγές που καταχωρίσθηκαν από επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας στην επαρχία Πάφου, λόγω ανάκλησης απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία δεσμεύτηκε για κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάφου-Πόλεως Χρυσοχούς. Αυτό αναφέρει στην απόφασή του, ημερομηνίας 10 Σεπτεμβρίου 2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο κλήθηκε να εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει πολυάριθμες προσφυγές σε σχέση με την μερική ανάκληση, το 2012, της απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία είχε δεσμευτεί με διατάγματα, για σκοπούς κατασκευής του αυτοκινητόδρομου Πάφου-Πόλεως Χρυσοχούς. Οι προσφυγές καταχωρίσθηκαν από τους επηρεαζόμενους το 2012.
Οι αιτητές εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ισχυριζόμενοι ότι η έκδοση του διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εξυπηρετούσε αλλότρια κίνητρα, ήτοι την αποφυγή καταβολής της αποζημίωσης που ως ιδιοκτήτες ακίνητης απαλλοτριωμένης ιδιοκτησίας δικαιούνταν από τη Δημοκρατία, ζητώντας ακύρωση της απόφασης, καθώς, κατά τον ισχυρισμό τους, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε αλλαγή των πραγματικών συνθηκών κατά τρόπον που δικαιολογείτο η ανάκληση της απαλλοτρίωσης.
Απορρίπτοντας τις εφέσεις των επηρεαζομένων, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Δημοκρατίας και της προσφοροδότριας εταιρείας λόγω επιπρόσθετων οικονομικών και άλλων απαιτήσεων της τελευταίας, κατέστησε απαραίτητη την ανάκληση της απαλλοτρίωσης καθότι αφενός, υπήρξε αποτυχία σύναψης συμφωνίας εκτέλεσης του έργου και αφετέρου, δεν υπήρχε άλλη προσφορά ενώπιον της Δημοκρατίας από άλλο προσφοριοδότη. Όπως το Δικαστήριο αναφέρει: «Το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα μεταξύ του διατάγματος απαλλοτρίωσης και του διατάγματος ανάκλησης θεωρείτο αιτιολόγημένο, καθότι αυτό δεν ήταν άγονο, αλλά μια χρονική συνέχεια διαπραγμάτευσης. Η προσπάθεια της Διοίκησης [σ.σ. εκτελεστική εξουσία] να διασώσει δημόσιο χρήμα με τη μη καταβολή αποζημίωσης και τόκων για ακίνητα τα οποία, τον κρίσιμο χρόνο, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για το έργο, δεν αποτελούσε αλλότριο κίνητρο και κατάχρηση εξουσίας αλλά επιβεβλημένο καθήκον για εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των φορολογούμενων πολιτών, με συνέπεια η πράξη αυτή να μην λογίζεται ως ‘κερδοσκοπική’.»
Παράλληλα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η επιστροφή ιδιοκτησίας αποτελεί ευμενή ενέργεια από πλευράς Διοίκησης και ότι η ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν άφησε εκτεθειμένους τους επηρεαζόμενους.
Την υπόθεση χειρίστηκε, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ κα Θεοδώρα Πιπερή-Χριστοδούλου, μαζί με τον ασκούμενο δικηγόρο κ. Ανδρέα Γιάγκου.
πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών